πεδοικος

πεδοικος
    πέδοικος
     и ἥ эол. Aesch. = μέτοικος См. μετοικος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεδοικος" в других словарях:

  • πέδοικος — ὁ Α (αιολ. και δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ο μέτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ., αντί τού μέτοικος, < πεδά* + οίκος] …   Dictionary of Greek

  • πέδοικος — μέτοικος settler from abroad masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • πεδοικώ — έω, Α [πέδοικος] (αιολ. και δωρ. τ.) μετοικώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»